- κατατίθημι
- κατατίθημι (AM)μσν.μέσ. κατατίθεμαια) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαιβ) συμφωνώ, δέχομαιγ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπουμσν.-αρχ.ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζωαρχ.1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος3. βάζω κάτι κατά μέρος και τό φυλάγω για τον εαυτό μου4. (σχετικά με αγώνες) αθλοθετώ, προβάλλω ως βραβείο5. βάζω σκοπό, στόχο, σημάδι («νῡν γὰρ κατθήσω ἄεθλον τοὺς πελέκεας», Ομ. Οδ.)6. βάζω κάτι σε μέρος ασφαλές, ασφαλίζω7. προτείνω κοινή συζήτηση8. δημοσιεύω κάτι9. βάζω κάτι στη μέση για κοινή χρήση10. δίνω, μεταβιβάζω σε κάποιον κάτι ή μέρος από κάτι11. πληρώνω χρήματα, εξοφλώ κάποιο χρέος12. μτφ. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, δαπανώ13. εκτελώ ό,τι έχω υποσχεθεί14. λογαριάζω, σημειώνω ότι κάτι πληρώθηκε15. καταθέτω, ενεχυριάζω, υποθηκεύω, αποταμιεύω, θησαυρίζω16. συσσωρεύω, αποθηκεύω κάτι με την ελπίδα μελλοντικής αύξησης τής τιμής του17. αποθησαυρίζω την ευγνωμοσύνη ή την εύνοια κάποιου18. αποθησαυρίζω το μίσος ή την έχθρα κάποιου19. (για δρόμο) χαράζω, κατασκευάζω20. βάζω πάνω στο τραπέζι φαγητό, στολίζω το τραπέζι21. (ο τ. κατατίθω) παραδίδω κάτι για φύλαξη («ἀγγέλοις καταχθονίοις κατατίθω», επιγρ.)22. σπέρνω23. επιβάλλω, προστάζω24. ανακοινώνω την απόφαση μου25. καταθέτω ως μάρτυρας στο δικαστήριο26. ορίζω με διαθήκη27. μέσ. κατατίθεμαια) τοποθετώ κάτι σε κάποιον τόποβ) μτφ. χάνω αξίωμα, εξουσίαγ) δίνω τέλος σε κάποια ενέργεια ή κατάστασηδ) φυλάγω κάτι ως ανάμνησηε) σημειώνω, καταγράφω στη μνήμηστ) εκδηλώνω την οργή μου εναντίον κάποιουζ) αποβιβάζω στην ξηρά, ξεμπαρκάρωη) παραμελώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τίθημι «τοποθετώ»].
Dictionary of Greek. 2013.